- Κόμια
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 24 κάτ.) της Μήλου. Τα Κ. βρίσκονται στο ανατολικό άκρο του νησιού. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερακοκομία — ἡ η ιερακοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κομία (< κόμος < κομώ), πρβλ. ελαιο κομία, μελισσο κομία] … Dictionary of Greek
περιστεροκομία — η, Ν η περιστεροτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστέρι + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. μελισσο κομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς] … Dictionary of Greek
υδατοκομία — η, Ν καλλιέργεια υδρόβιων ζωικών οργανισμών μέσα σε ειδικά εργαστήρια, η οποία αποσκοπεί στον τεχνητό πολλαπλασιασμό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. δενδρο κομία] … Dictionary of Greek
χειροκομία — η, Ν περιποίηση τών χεριών, κν. μανικιούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο κομία] … Dictionary of Greek
βαμβακοκομία — η η συστηματική καλλιέργεια του μπαμπακιού σύμφωνα με επιστημονικές μεθόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ ( άκι) + κομία < κόμος < κομώ «φροντίζω, περιποιούμαι». Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ι. Σκαλτσούνη] … Dictionary of Greek
ποδοκομία — η, Ν η περιποίηση τών ποδιών, το πεντικιούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι, + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), απόδοση τού γαλλ. pedicure] … Dictionary of Greek